επιδεξιοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδεξιοσύνη < επιδέξι(ος) + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδεξιοσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδεξιοσύνη
→ δείτε τη λέξη επιδεξιότητα |