εργόσημο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εργόσημο τα εργόσημα
      γενική του εργοσήμου
εργόσημου
των εργοσήμων
    αιτιατική το εργόσημο τα εργόσημα
     κλητική εργόσημο εργόσημα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργόσημο < εργό- + -σημο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɾˈɣo.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γό‐ση‐μο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργόσημο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) έντυπο πληρωμής εργαζομένων με μορφή επιταγής, μέσω του οποίου το ποσό της μισθοδοσίας μεταβιβάζεται στον εργαζόμενο
    ※  Σε συνολικά 10 ανέρχονται οι κατηγορίες - υπηρεσίες των εργαζομένων οι οποίοι αμείβονται και ασφαλίζονται με εργόσημο, δηλαδή, πληρώνονται με μία επιταγή στην οποία αναγράφεται και η αμοιβή του εργαζόμενου, αλλά και το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονται στο ΙΚΑ ή στον ΟΓΑ. (10 κατηγορίες υπηρεσιών που αμείβονται με εργόσημο, Η Ναυτεμπορική, 18 Οκτωβρίου 2019)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr