ερωτομανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερωτομανία οι ερωτομανίες
      γενική της ερωτομανίας των ερωτομανιών
    αιτιατική την ερωτομανία τις ερωτομανίες
     κλητική ερωτομανία ερωτομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερωτομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική érotomanie < αρχαία ελληνική ἔρως, ερωτο- + -μανία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερωτομανία θηλυκό

  • (ψυχιατρική) ψυχωτική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων έχει τη μόνιμη ψευδαίσθηση ότι αγαπιέται από ένα άλλο πρόσωπο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]