εσωτερικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσωτερικότητα < εσωτερικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσωτερικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εσωτερικού
- η ύπαρξη σημαντικού και πλούσιου εσωτερικού κόσμου (πνευματικών, ψυχικών, διανοητικών κ.ά. χαρισμάτων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσωτερικότητα