ετεροφυλοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετεροφυλοφιλία < ετεροφυλόφιλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ετεροφυλοφιλία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ετεροφυλοφιλία