ευκαλυπτέλαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευκαλυπτέλαιο τα ευκαλυπτέλαια
      γενική του ευκαλυπτέλαιου
ευκαλυπτελαίου
των ευκαλυπτέλαιων
ευκαλυπτελαίων
    αιτιατική το ευκαλυπτέλαιο τα ευκαλυπτέλαια
     κλητική ευκαλυπτέλαιο ευκαλυπτέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευκαλυπτέλαιο < ευκάλυπτ(ος) + -έλαιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευκαλυπτέλαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]