ευρωομόλογο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευρωομόλογο | τα | ευρωομόλογα |
γενική | του | ευρωομόλογου & ευρωομολόγου |
των | ευρωομόλογων & ευρωομολόγων |
αιτιατική | το | ευρωομόλογο | τα | ευρωομόλογα |
κλητική | ευρωομόλογο | ευρωομόλογα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρωομόλογο < ευρω- + ομόλογο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Eurobond)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρωομόλογο ουδέτερο
- (νεολογισμός, οικονομία) ομόλογο δανεισμού που πωλείται ταυτόχρονα σε πολλές (ευρωπαϊκές ή / και άλλες) αγορές
- (νεολογισμός, οικονομία) κρατικά ομόλογα σε ευρώ που εκδίδονται από κοινού από (διάφορα ή / και όλα τα) κράτη της ευρωζώνης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Eurobond στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευρω- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)