ευτολμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευτολμία < αρχαία ελληνική εὐτολμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευτολμία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του εύτολμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευτολμία
|