εὐρώπιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εὐρώπιον | τὰ | εὐρώπια | ||||
γενική | τοῦ | εὐρωπίου | τῶν | εὐρωπίων | ||||
δοτική | τῷ | εὐρωπίῳ | τοῖς | εὐρωπίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | εὐρώπιον | τὰ | εὐρώπια | ||||
κλητική ὦ! | εὐρώπιον | εὐρώπια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εὐρώπιον → δείτε τη λέξη ευρώπιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εὐρώπιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το ευρώπιο, μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Eu