ευρώπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρώπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική europium < αρχαία ελληνική Ευρώπη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρώπιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 63 και χημικό σύμβολο το Eu, που ανακαλύφθηκε το 1901 από τον Eugène-Anatole Demarçay
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευρώπιο | ||
γενική | του | ευρωπίου | ||
αιτιατική | το | ευρώπιο | ||
κλητική | ευρώπιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ευρώπιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)