ζαχαροκάντιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαχαροκάντιο ουδέτερο
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του κάντιο: κρυσταλλική ζάχαρη (που παράγεται μετά από επεξεργασία ζαχαροκάλαμου)
- Άγιος Βασίλης έρχεται / (και δεν μας καταδέχεται) / από την Καισαρεία / (συ είσαι αρχόντισσα κυρία). / Βαστάει εικόνα και χαρτί / (ζαχαροκαντιο-ζυμωτή), / χαρτί και καλαμάρι / (δες κι εμέ το παλικάρι.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζαχαροκάντιο
|