κάντιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάντιο | τα | κάντια |
γενική | του | κάντιου | των | κάντιων |
αιτιατική | το | κάντιο | τα | κάντια |
κλητική | κάντιο | κάντια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάντιο ουδέτερο
- (γαστρονομία) κρυσταλλική ζάχαρη (που παράγεται μετά από επεξεργασία ζαχαροκάλαμου)
- ※ Και γω πάλι γέμιζα τον κόρφο μου κάντιο ή ζάχαρη, ό,τι έβρισκα πιο του χεριού κι ερχόμουν και της τα 'δινα. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάντιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)