ζαχαρόζη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαχαρόζη | ||
γενική | της | ζαχαρόζης | ||
αιτιατική | τη | ζαχαρόζη | ||
κλητική | ζαχαρόζη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαχαρόζη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική saccharose < λατινική saccharum / saccharon < ελληνιστική κοινή σάκχαρις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαχαρόζη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- φυσικό προϊόν (C12H22011), γλυκαντική ουσία που περιλαμβάνεται στο ζαχαροκάλαμο, το ζαχαρότευτλο κ.α.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαρόζη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)