Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζεστό

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεστό τα ζεστά
      γενική του ζεστού των ζεστών
    αιτιατική το ζεστό τα ζεστά
     κλητική ζεστό ζεστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζεστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζεστός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζεστό ουδέτερο

Για το λαιμό σου, καλό είναι να πιεις κανένα ζεστό.

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ζεστό