ζιζανιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζιζανιολόγος < ζιζανιολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζιζανιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωπονία, επάγγελμα) γεωπόνος στην κατεύθυνση της ζιζανιολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζιζανιολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)