ζουλατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζουλατζής αρσενικό
- (αργκό) αυτός που ενεργεί πάντα κρυφά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζουλατζής
|