ζούρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούρνα | οι | ζούρνες |
γενική | της | ζούρνας | — | |
αιτιατική | τη | ζούρνα | τις | ζούρνες |
κλητική | ζούρνα | ζούρνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζούρνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈzuɾ.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζούρ‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζούρνα θηλυκό
- (ιχθυολογία) άλλη μορφή του τούρνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζούρνα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ζούρνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- https://icgf.myspecies.info/ειδη-species/esox-lucius
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)