ζούρνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζουρνά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζούρνα οι ζούρνες
      γενική της ζούρνας
    αιτιατική τη ζούρνα τις ζούρνες
     κλητική ζούρνα ζούρνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζούρνα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzuɾ.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζούρ‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζούρνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]