ζωαγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωαγορά | οι | ζωαγορές |
γενική | της | ζωαγοράς | των | ζωαγορών |
αιτιατική | τη | ζωαγορά | τις | ζωαγορές |
κλητική | ζωαγορά | ζωαγορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωαγορά θηλυκό
- χώρος όπου πωλούνται και αγοράζονται ζώα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωαγορά
|