ηπατοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηπατοκήλη | οι | ηπατοκήλες |
γενική | της | ηπατοκήλης | — | |
αιτιατική | την | ηπατοκήλη | τις | ηπατοκήλες |
κλητική | ηπατοκήλη | ηπατοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηπατοκήλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηπατοκήλη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηπατοκήλη
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)