ηχοβολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηχοβολίζω < ήχος + -ο- + βολή + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sonicate)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.xo.voˈli.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ηχοβολίζω (παθητική φωνή: ηχοβολίζομαι, ηχοβολούμαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]