ηχογράφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχογράφηση | οι | ηχογραφήσεις |
γενική | της | ηχογράφησης | των | ηχογραφήσεων |
αιτιατική | την | ηχογράφηση | τις | ηχογραφήσεις |
κλητική | ηχογράφηση | ηχογραφήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηχογράφηση θηλυκό
- η καταγραφή ήχων σε κάποιο μέσο, συνήθως μαγνητικό, ώστε να είναι δυνατόν αυτοί αργότερα να αναπαραχθούν από κατάλληλη συσκευή
- ο ίδιος ο ήχος που ηχογραφήθηκε
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηχογράφηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)