θεριακλίδισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεριακλίδισσα θηλυκό
- θηλυκό του θεριακλής
- Tο γνώρισα ένα μεσημέρι καθώς περιτριγύριζε ένα γύρω στο Σταθμό μη βρει κάνα φανταχτερό χαρτί, κάνα πιωμένο τσιγάρο για τη βάβω τη θεριακλίδισσα, κάνα σάπιο φρούτο για να καταλαγιάσει την πείνα του. (Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεριακλίδισσα
|