θεριακλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεριακλού οι θεριακλούδες
      γενική της θεριακλούς των θεριακλούδων
    αιτιατική τη θεριακλού τις θεριακλούδες
     κλητική θεριακλού θεριακλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεριακλού < θεριακλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈklu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ρια‐κλού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεριακλού θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θεριακλής