θηλίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλίτιδα οι θηλίτιδες
      γενική της θηλίτιδας των θηλίτιδων
    αιτιατική τη θηλίτιδα τις θηλίτιδες
     κλητική θηλίτιδα θηλίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηλίτιδα < θηλή + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηλίτιδα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]