θυμέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θυμέλαιο | τα | θυμέλαια |
γενική | του | θυμέλαιου & θυμελαίου |
των | θυμέλαιων & θυμελαίων |
αιτιατική | το | θυμέλαιο | τα | θυμέλαια |
κλητική | θυμέλαιο | θυμέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυμέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυμέλαιο
|