κέντρο υγείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέντρο υγείας | τα | κέντρα υγείας |
γενική | του | κέντρου υγείας | των | κέντρων υγείας |
αιτιατική | το | κέντρο υγείας | τα | κέντρα υγείας |
κλητική | κέντρο υγείας | κέντρα υγείας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈcen.dɾo iˈʝi.as/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κέντρο υγείας ουδέτερο
- σημείο παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, κυρίως σε επαρχιακά κέντρα
- ※ Οι παραδοσιακές πρωτοβάθμιες υπηρεσίες, πέραν των εμβολιαστικών συνεργείων στα Κέντρα Υγείας, περιορίστηκαν σε ρόλο απλού παρατηρητή, με μια μικρή συμβολή στην παροχή πληροφοριών και την παραπομπή ασθενών.
- Χρήστος Ζηλίδης, Αναδιοργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Το Βήμα, 27 Ιανουαρίου 2022
- ※ Οι παραδοσιακές πρωτοβάθμιες υπηρεσίες, πέραν των εμβολιαστικών συνεργείων στα Κέντρα Υγείας, περιορίστηκαν σε ρόλο απλού παρατηρητή, με μια μικρή συμβολή στην παροχή πληροφοριών και την παραπομπή ασθενών.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ΚΥ (συντομογραφία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέντρο υγείας
Πηγές[επεξεργασία]
- υγεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)