καληνώρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καληνώρισμα < μεσαιωνική ελληνική καληνώρισμα < καληνωρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καληνώρισμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καληνωρίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καληνώρισμα
|