Μετάβαση στο περιεχόμενο

καννάβι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καννάβι τα καννάβια
      γενική του κανναβιού των κανναβιών
    αιτιατική το καννάβι τα καννάβια
     κλητική καννάβι καννάβια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Cannabis sativa

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καννάβι < μεσαιωνική ελληνική καννάβι(ν) < (ελληνιστική κοινή) καννάβιον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) κάνναβις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καννάβι ουδέτερο

  1. (φυτό) το φυτό Cannabis sativa
  2. ανθεκτική ίνα από το παραπάνω φυτό
  3. ίνες που τυλίγονται στις συνδέσεις σιδεροσωλήνων για καλύτερη σύσφιξη και στεγανοποίηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]