καρβουνάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρβουνάδικο < κάρβουν(ο) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρβουνάδικο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρβουνάδικο
|