καρδάμωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρδάμωμα ουδέτερο
- (οικείο) (προφορικό) το αποτέλεσμα τού καρδαμώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾˈða.mo.ma/