καταΐφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταΐφι τα καταΐφια
      γενική του καταϊφιού των καταϊφιών
    αιτιατική το καταΐφι τα καταΐφια
     κλητική καταΐφι καταΐφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταΐφι < κανταΐφι με τροπή [d] > [t]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈi.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐ΐ‐φι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταΐφι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]