καταβολιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταβολιάζω < καταβολ(άδα) + -ιάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.voˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βο‐λιά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]καταβολιάζω, αόρ.: καταβόλιασα, παθ.φωνή: καταβολιάζομαι, π.αόρ.: καταβολιάστηκα, μτχ.π.π.: καταβολιασμένος
- (λαϊκότροπο) βάζω μέσα στο έδαφος καταβολάδες
- άλλες μορφές: καταβολεύω [1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακαταβόλιαστα (επίρρημα)
- ακαταβόλιαστος
- καταβόλιασμα, καταβόλεμα
- → δείτε τις λέξεις καταβολάδα, καταβολή και καταβάλλω [2]
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβολιάζω | καταβόλιαζα | θα καταβολιάζω | να καταβολιάζω | καταβολιάζοντας | |
β' ενικ. | καταβολιάζεις | καταβόλιαζες | θα καταβολιάζεις | να καταβολιάζεις | καταβόλιαζε | |
γ' ενικ. | καταβολιάζει | καταβόλιαζε | θα καταβολιάζει | να καταβολιάζει | ||
α' πληθ. | καταβολιάζουμε | καταβολιάζαμε | θα καταβολιάζουμε | να καταβολιάζουμε | ||
β' πληθ. | καταβολιάζετε | καταβολιάζατε | θα καταβολιάζετε | να καταβολιάζετε | καταβολιάζετε | |
γ' πληθ. | καταβολιάζουν(ε) | καταβόλιαζαν καταβολιάζαν(ε) |
θα καταβολιάζουν(ε) | να καταβολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβόλιασα | θα καταβολιάσω | να καταβολιάσω | καταβολιάσει | ||
β' ενικ. | καταβόλιασες | θα καταβολιάσεις | να καταβολιάσεις | καταβόλιασε | ||
γ' ενικ. | καταβόλιασε | θα καταβολιάσει | να καταβολιάσει | |||
α' πληθ. | καταβολιάσαμε | θα καταβολιάσουμε | να καταβολιάσουμε | |||
β' πληθ. | καταβολιάσατε | θα καταβολιάσετε | να καταβολιάσετε | καταβολιάστε | ||
γ' πληθ. | καταβόλιασαν καταβολιάσαν(ε) |
θα καταβολιάσουν(ε) | να καταβολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβολιάσει | είχα καταβολιάσει | θα έχω καταβολιάσει | να έχω καταβολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβολιάσει | είχες καταβολιάσει | θα έχεις καταβολιάσει | να έχεις καταβολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταβολιάσει | είχε καταβολιάσει | θα έχει καταβολιάσει | να έχει καταβολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβολιάσει | είχαμε καταβολιάσει | θα έχουμε καταβολιάσει | να έχουμε καταβολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβολιάσει | είχατε καταβολιάσει | θα έχετε καταβολιάσει | να έχετε καταβολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβολιάσει | είχαν καταβολιάσει | θα έχουν καταβολιάσει | να έχουν καταβολιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβολιάζομαι | καταβολιαζόμουν(α) | θα καταβολιάζομαι | να καταβολιάζομαι | ||
β' ενικ. | καταβολιάζεσαι | καταβολιαζόσουν(α) | θα καταβολιάζεσαι | να καταβολιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | καταβολιάζεται | καταβολιαζόταν(ε) | θα καταβολιάζεται | να καταβολιάζεται | ||
α' πληθ. | καταβολιαζόμαστε | καταβολιαζόμαστε καταβολιαζόμασταν |
θα καταβολιαζόμαστε | να καταβολιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | καταβολιάζεστε | καταβολιαζόσαστε καταβολιαζόσασταν |
θα καταβολιάζεστε | να καταβολιάζεστε | (καταβολιάζεστε) | |
γ' πληθ. | καταβολιάζονται | καταβολιάζονταν καταβολιαζόντουσαν |
θα καταβολιάζονται | να καταβολιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβολιάστηκα | θα καταβολιαστώ | να καταβολιαστώ | καταβολιαστεί | ||
β' ενικ. | καταβολιάστηκες | θα καταβολιαστείς | να καταβολιαστείς | καταβολιάσου | ||
γ' ενικ. | καταβολιάστηκε | θα καταβολιαστεί | να καταβολιαστεί | |||
α' πληθ. | καταβολιαστήκαμε | θα καταβολιαστούμε | να καταβολιαστούμε | |||
β' πληθ. | καταβολιαστήκατε | θα καταβολιαστείτε | να καταβολιαστείτε | καταβολιαστείτε | ||
γ' πληθ. | καταβολιάστηκαν καταβολιαστήκαν(ε) |
θα καταβολιαστούν(ε) | να καταβολιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταβολιαστεί | είχα καταβολιαστεί | θα έχω καταβολιαστεί | να έχω καταβολιαστεί | καταβολιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταβολιαστεί | είχες καταβολιαστεί | θα έχεις καταβολιαστεί | να έχεις καταβολιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταβολιαστεί | είχε καταβολιαστεί | θα έχει καταβολιαστεί | να έχει καταβολιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβολιαστεί | είχαμε καταβολιαστεί | θα έχουμε καταβολιαστεί | να έχουμε καταβολιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταβολιαστεί | είχατε καταβολιαστεί | θα έχετε καταβολιαστεί | να έχετε καταβολιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβολιαστεί | είχαν καταβολιαστεί | θα έχουν καταβολιαστεί | να έχουν καταβολιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταβολιασμένος - είμαστε, είστε, είναι καταβολιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταβολιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταβολιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταβολιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταβολιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταβολιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταβολιασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «καταβολεύω (& καταβολιάζω)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ καταβάλλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- καταβολιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας