καταιβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταιβάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταιβάτης, -ου αρσενικό (ποιητικός τύπος της λέξης καταβάτης)
- (επίθετο του Δία) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 42 @scaife.perseus
- τοῦτʼ ἔστι τὸ τέρας οὐ Διὸς καταιβάτου.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Ἠλιακῶν Α, 5.14.10 @scaife.perseus
- τοῦ δὲ Καταιβάτου Διὸς προβέβληται μὲν πανταχόθεν πρὸ τοῦ βωμοῦ φράγμα, ἔστι δὲ πρὸς τῷ βωμῷ τῷ ἀπὸ τῆς τέφρας τῷ μεγάλῳ.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12.23, @scaife.perseus.
- ἀλλὰ θύουσι Διὶ Καταιβάτῃ.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 42 @scaife.perseus
- (επίθετο του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη
- (επίθετο του Αχέροντα) αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει κανείς, κατηφορικός
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1361 (1360-1362)
- οὐδὲ παύσομαι | κακῶν ὁ τλήμων οὐδὲ τὸν καταιβάτην | Ἀχέροντα πλεύσας ἥσυχος γενήσομαι.
- Τα πάθη μου δεν έχουν τέλος. | Ακόμη και όταν ταξιδέψω στον Αχέροντα,που κατεβάζει στον Άδη, | δεν θα γνωρίσω τη γαλήνη.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- οὐδὲ παύσομαι | κακῶν ὁ τλήμων οὐδὲ τὸν καταιβάτην | Ἀχέροντα πλεύσας ἥσυχος γενήσομαι.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1361 (1360-1362)
- (για ανθρώπους) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη
- (για τον κεραυνό του Δία) αυτός που εξακοντίζεται, εκτοξεύεται
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 359 (358-359)
- ἀλλ᾽ ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος, | καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα,
- μα ήρθεν επάνω του άγρυπνο του Δία το βέλος | ο κατεβάτης κεραυνός, φωτιά και λαύρα,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος, | καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα,
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 359 (358-359)
- (στον πληθυντικό) (οἱ καταιβάται): μέλη θιάσου, λάτρεις του Διονύσου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- καταιβάτις: θηλυκό του καταιβάτης
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.353, @scaife.perseus
- ἔνθα μὲν εἰς Ἀίδαο καταιβάτις ἐστὶ κέλευθος,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.353, @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταιβασία
- καταιβασίη
- καταιβάσιος
- καταίβασις
- καταιβατός
- → και δείτε τις λέξεις καταβαίνω και βαίνω
Πηγές[επεξεργασία]
- καταιβάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταιβάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)