κατσιβελιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσιβελιά | οι | κατσιβελιές |
γενική | της | κατσιβελιάς | των | κατσιβελιών |
αιτιατική | την | κατσιβελιά | τις | κατσιβελιές |
κλητική | κατσιβελιά | κατσιβελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατσιβελιά < κατσίβελος + -ιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατσιβελιά θηλυκό
- η ιδιότητα, η συμπεριφορά ή τα γνωρίσματα που αρμόζουν σε κατσίβελο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατσιβελιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)