κεντροθολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
κεντροθολίτης < κεντρο- + θολίτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ο κεντροθολίτης (el) αρσενικό
- κεντρικός αψιδόλιθος
- κεντρικός θολίτης