κερατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈd͡zis/ - δείτε και κεραντζής
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐τζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κερατζής αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) άλλη μορφή του κιρατζής
- άλλες μορφές: κεραντζής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερατζής
|