κεφαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλάκι τα κεφαλάκια
      γενική
    αιτιατική το κεφαλάκι τα κεφαλάκια
     κλητική κεφαλάκι κεφαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεφαλάκι < υποκοριστικό του κεφάλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεφαλάκι ουδέτερο

  1. μικρό κεφάλι
  2. ψημένο ή άψητο κεφάλι αρνιού ή κατσικιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]