κινησιοθεραπευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κινησιοθεραπευτής < κινησιοθεραπεία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κινησιοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό κινησιοθεραπεύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που ασκεί την κινησιοθεραπεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κινησιοθεραπευτής