κλωνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλωνιά | οι | κλωνιές |
γενική | της | κλωνιάς | των | κλωνιών |
αιτιατική | την | κλωνιά | τις | κλωνιές |
κλητική | κλωνιά | κλωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλωνιά < μεσαιωνική ελληνική κλωνιά < κλωνίν
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kloˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλω‐νιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλωνιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) κλωστή κατάλληλη για ράψιμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλωνιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)