κολούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολούω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κολούω

  1. αποκόπτω, κονταίνω, κολοβώνω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92ζ.2
    καὶ ἐκόλουε αἰεὶ ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα, κολούων δὲ ἔρριπτε, ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτῳ.
    έτσι κι έβλεπε κάποιο στάχυ να υψώνεται πάνω απ᾽ τ᾽ άλλα, το τσάκιζε και τσακίζοντας το τό έριχνε καταγής, συνεχώς· στο τέλος μ᾽ αυτό τον τρόπο τα πιο καμαρωτά και τα πιο ψηλά στάχυα τα ρήμαξε.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. σταματώ κάτι ή εμποδίζω να γίνει κάτι
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 1035 @scaife.perseus
    καὶ σθένος γʼ ἐκολούσθη
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ηθικά, Αἴτια Ἑλληνικά, 10 @scaife.perseus
    τί τὸ φυξίμηλον τῶν μικρῶν ἐστι καὶ χαμαιζήλων φυτῶν, ὧν ἐπιόντα τοὺς βλαστοὺς τὰ βοσκήματα κολούει καὶ ἀδικεῖ καὶ λυμαίνεται τὴν αὔξησιν ὅταν γοῦν ἀναδραμόντα μέγεθος λάβῃ καὶ διαφύγῃ τὸ βλάπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἐπινεμομένων, φυξίμηλα καλεῖται.
  3. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) ταπεινώνω, μειώνω
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 66.3
    ἄνδρες γὰρ ἐπειδὰν ᾧ ἀξιοῦσι προύχειν κολουθῶσι, τό γ᾽ ὑπόλοιπον αὐτῶν τῆς δόξης ἀσθενέστερον αὐτὸ ἑαυτοῦ ἐστὶν ἢ εἰ μηδ᾽ ᾠήθησαν τὸ πρῶτον,
    Όταν οι άνθρωποι πάθουν στον τομέα όπου θεωρούν ότι έχουν απόλυτη υπεροχή, τότε χάνουν πολύ περισσότερο την αυτοπεποίθησή τους, παρά εάν δεν είχαν την ιδέα αυτή αρχικά.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. (μεταφορικά) απογοητεύω, πτοώ
  5. (μεταφορικά) ελαττώνω, περικόπτω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 340 (στίχοι 339-340)
    τῷ μὴ ἐπειγόμενοι ἀποπέμπετε, μηδὲ τὰ δῶρα | οὕτω χρηΐζοντι κολούετε·
    γι᾽ αυτό [προτείνω,] μη βιαστείτε, μην τον αφήσετε να φύγει, | μη λυπηθείτε τα μεγάλα δώρα, τώρα στην ώρα της ανάγκης του·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  6. (στην παθητική φωνή) συγκόπτομαι, βραχύνομαι, σμικρύνομαι

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]