κολοβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολοβώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολοβώνω < αρχαία ελληνική κολοβόω / κολοβῶ < κολοβός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.loˈvo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λο‐βώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

κολοβώνω, αόρ.: κολόβωσα, παθ.φωνή: κολοβώνομαι, π.αόρ.: κολοβώθηκα, μτχ.π.π.: κολοβωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολοβώνω < αρχαία ελληνική κολοβόω / κολοβῶ < κολοβός

Ρήμα[επεξεργασία]

κολοβώνω

Πηγές[επεξεργασία]