κομποστοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομποστοποίηση οι κομποστοποιήσεις
      γενική της κομποστοποίησης των κομποστοποιήσεων
    αιτιατική την κομποστοποίηση τις κομποστοποιήσεις
     κλητική κομποστοποίηση κομποστοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομποστοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kom.bo.stoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπο‐στο‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομποστοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]