κονιορτοστρόβιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονιορτοστρόβιλος οι κονιορτοστρόβιλοι
      γενική του κονιορτοστρόβιλου
κονιορτοστροβίλου
των κονιορτοστρόβιλων
κονιορτοστροβίλων
    αιτιατική τον κονιορτοστρόβιλο τους κονιορτοστρόβιλους
κονιορτοστροβίλους
     κλητική κονιορτοστρόβιλε κονιορτοστρόβιλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονιορτοστρόβιλος < κονιορτός + -ο- + στρόβιλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονιορτοστρόβιλος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]