κονταρομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονταρομάχος < από τη λόγια λέξη κονταρομαχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονταρομάχος αρσενικό
- εκείνος που μάχεται με κοντάρι (π.χ. στο μεσαίωνα)
- ο ιδεαλιστής που δίνει μάχες για ιδανικά και υπερασπίζεται τους αδύναμους
- (μεταφορικά) ο ισχυρός, ο ανδρείος, ο εξουσιαστής
- Ηλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας της ερημιάς (Ρίτσος, η δίψα του Μυστρά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονταρομάχος
|