κοπανίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπανίδα οι κοπανίδες
      γενική της κοπανίδας των κοπανίδων
    αιτιατική την κοπανίδα τις κοπανίδες
     κλητική κοπανίδα κοπανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπανίδα < αρχαία ελληνική κόπανον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπανίδα θηλυκό

* "κόλπα με την κοπανίδα σου ΄καμα όταν σε είδα" (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]