κουβερτούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουβερτούλα | οι | κουβερτούλες |
γενική | της | κουβερτούλας | — | |
αιτιατική | την | κουβερτούλα | τις | κουβερτούλες |
κλητική | κουβερτούλα | κουβερτούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουβερτούλα < κουβέρτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουβερτούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του κουβέρτα: η μικρή ή η αγαπημένη κουβέρτα (σκέπασμα)
- ⮡ Μαμά, θέλω την κουβερτούλα μου!
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουβερτούλα
→ δείτε τη λέξη κουβέρτα |