κουμπάνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουμπάνια | οι | κουμπάνιες |
γενική | της | κουμπάνιας | — | |
αιτιατική | την | κουμπάνια | τις | κουμπάνιες |
κλητική | κουμπάνια | κουμπάνιες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμπάνια < ιταλική compagn(i)a
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμπάνια θηλυκό
- εφοδιασμός με τρόφιμα
- τρόφιμα, εφόδια
- Γιά μιά βδομάδα, πάντα θά εἴχανε κουμπάνια, καί δέν εἶναι παραπάν’ ἀπό πέντε μέρες πού ἀγρίεψε ὁ χειμώνας (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
- (κρητικά) (ουδέτερο, πληθυντικός) (νηστίσιμα) λουκούμια, κουμπανάκια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουμπάνια