κουσκουσές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kus.kuˈses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐σκου‐σές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουσκουσές αρσενικό
- (γαστρονομία) ο κουσκούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουσκουσές
→ δείτε τη λέξη κουσκούς |