κουτσοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτσοδουλειά | οι | κουτσοδουλειές |
γενική | της | κουτσοδουλειάς | των | κουτσοδουλειών |
αιτιατική | την | κουτσοδουλειά | τις | κουτσοδουλειές |
κλητική | κουτσοδουλειά | κουτσοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουτσοδουλειά θηλυκό
- περιστασιακή δουλειά
- ※ Ήταν εκεί ένας μπάρμπας μου που έκανε κουτσοδουλειές στο πόδι και κείνος μ' έβαλε σ' ένα μπακάλικο να τρώω στην αρχή μόνο ψωμί. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουτσοδουλειά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κουτσο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)