κουφαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουφαίνω < κουφός
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κουφαίνω
- κάνω κάποιον κουφό προσωρινά ή μόνιμα
- κάνω κάποιον να ακούει ήχο υψηλής έντασης, που θα μπορούσε να τον κάνει κουφό
- θα μας κουφάνει πάλι ο γείτονας με τη μουσική του!
- (αργκό) αφήνω εμβρόντητο κάποιον, προκαλώ αμηχανία
- τον κούφανε με όσα του έλεγε
- προκαλώ κώφωση
- τα ντεσιμπέλ που παράγει αυτή η συσκευή μπορεί να κουφάνουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουφαίνω | κούφαινα | θα κουφαίνω | να κουφαίνω | κουφαίνοντας | |
β' ενικ. | κουφαίνεις | κούφαινες | θα κουφαίνεις | να κουφαίνεις | κούφαινε | |
γ' ενικ. | κουφαίνει | κούφαινε | θα κουφαίνει | να κουφαίνει | ||
α' πληθ. | κουφαίνουμε | κουφαίναμε | θα κουφαίνουμε | να κουφαίνουμε | ||
β' πληθ. | κουφαίνετε | κουφαίνατε | θα κουφαίνετε | να κουφαίνετε | κουφαίνετε | |
γ' πληθ. | κουφαίνουν(ε) | κούφαιναν κουφαίναν(ε) |
θα κουφαίνουν(ε) | να κουφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κούφανα | θα κουφάνω | να κουφάνω | κουφάνει | ||
β' ενικ. | κούφανες | θα κουφάνεις | να κουφάνεις | κούφανε | ||
γ' ενικ. | κούφανε | θα κουφάνει | να κουφάνει | |||
α' πληθ. | κουφάναμε | θα κουφάνουμε | να κουφάνουμε | |||
β' πληθ. | κουφάνατε | θα κουφάνετε | να κουφάνετε | κουφάνετε | ||
γ' πληθ. | κούφαναν κουφάναν(ε) |
θα κουφάνουν(ε) | να κουφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουφάνει | είχα κουφάνει | θα έχω κουφάνει | να έχω κουφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις κουφάνει | είχες κουφάνει | θα έχεις κουφάνει | να έχεις κουφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει κουφάνει | είχε κουφάνει | θα έχει κουφάνει | να έχει κουφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουφάνει | είχαμε κουφάνει | θα έχουμε κουφάνει | να έχουμε κουφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε κουφάνει | είχατε κουφάνει | θα έχετε κουφάνει | να έχετε κουφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουφάνει | είχαν κουφάνει | θα έχουν κουφάνει | να έχουν κουφάνει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουφαίνω